- Λατιαρίου
- Λατιάριοςthe Latin festivalmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λατιάρια — Λατιάρια, τὰ (Α) ρωμαϊκή εορτή προς τιμήν τού Λατιαρίου Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού λατ. Latiar «εορτή προς τιμήν τού Λατιαρίου Διός»] … Dictionary of Greek